- συμπαραπλέω
- Α [παραπλέω]1. πλέω κοντά σε κάποιον2. (κατ' επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαραπλεουσῶν — συμπαραπλέω sail along with also pres part act fem gen pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραπλεῖν — συμπαραπλέω sail along with also pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραπλέοντος — συμπαραπλέω sail along with also pres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek